Η εκλογική νομοθεσία διακρίνει τρεις κατηγορίες ψήφων, τα έγκυρα ψηφοδέλτια (έντυπα και ιδιόγραφα) που εκφράζουν προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου, τα έγκυρα λευκά ψηφοδέλτια που αποδοκιμάζουν όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς της εκλογικής αναμετρήσεως και τα άκυρα ψηφοδέλτια. Ο εκλογικός νόμος δεν εξομοιώνει τα λευκά με τα άκυρα ψηφοδέλτια, αλλά επιβάλλει τη χωριστή καταγραφή των τριών κατηγοριών ψήφων στον συντασσόμενο, αρχικά από την εφορευτική επιτροπή και τελικά από το αρμόδιο πρωτοδικείο, πίνακα αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών. Για την εξεύρεση όμως του εκλογικού μέτρου, προκειμένου να γίνει η κατανομή των εδρών, υπολογίζει μόνον τα ψηφοδέλτια που εκφράζουν έγκυρη προτίμηση υπέρ συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου. Εκλογική παράβαση είναι, πέραν όσων παραβάσεων του εκλογικού νόμου διαπράττονται κατά την ψηφοφορία, και η εσφαλμένη εφαρμογή του εκλογικού νόμου από την ίδια την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή κατά το ενώπιόν της στάδιο της εκλογικής διαδικασίας για την κατανομή των βουλευτικών εδρών. Οι διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 4 και 99 παρ. 3 και 4 του εκλογικού νόμου (π.δ. 351/2003), καθόσον δεν επιβάλλουν τον υπολογισμό και των λευκών ψηφοδελτίων στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου παρά το ότι αυτά γίνονται με άλλες διατάξεις ίδιου νόμου δεκτά ως έγκυρες ψήφοι, θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα. (Αντίθετη μειοψηφία: θεμιτώς, από συνταγματικής απόψεως, οι διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 4 και 99 παρ. 3 και 4 του εκλογικού νόμου δεν συνυπολογίζουν για την εξεύρευση του εκλογικού μέτρου στην πρώτη και δεύτερη κατανομή τις λευκές ψήφους, εφόσον η εκλογική νομοθεσία διασφαλίζει τη δυνατότητα του εκλογέα να εκφράσει την αποδοκιμασία των υποψηφίων με λευκή ψήφο, καθώς και τη χωριστή καταγραφή των λευκών ψήφων στους πίνακες των αποτελεσμάτων). Το πότε τα διακριτικά γνωρίσματα παραβιάζουν το απόρρητο της ψηφοφορίας είναι ζήτημα πραγματικό, επαφιέμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση στην κρίση του Δικαστηρίου, αυτό δε συμβαίνει όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της εμπειρίας, το διακριτικό γνώρισμα μπορεί να προσδιορίσει αμέσως ή εμμέσως τον εκλογέα που ψήφισε με το συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο. Η θέση όμως του σταυρού προτίμησης δίπλα στο όνομα του υποψηφίου, αριστερά ή δεξιά, ή η σημείωση δύο συνεχόμενων σταυρών από τη μία ή από την άλλη πλευρά, ο τρόπος γραφής του σταυρού, που μπορεί να οφείλεται στη σπουδή, την ηλικία, την ελαττωμένη όραση του ψηφοφόρου ή το μέσο που χρησιμοποίησε, οι έντονοι, άτονοι, ακανόνιστοι, κακότεχνοι, διπλοεγγεγραμμένοι, με παράλληλες γραμμές, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι του συνήθους, κεκλιμένοι ή σε σχήμα Χ σταυροί, που οφείλονται στις πιο πάνω αιτίες ή και σε αδεξιότητα του ψηφοφόρου, δεν συνεπάγονται κατ’ αρχήν ακυρότητα της ψήφου, εκτός εάν, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τέθηκαν σκοπίμως ως διακριτικό γνώρισμα για να παραβιασθεί το απόρρητο της ψηφοφορίας. Θεωρούνται πάντως, κατ' αρχήν, ως διακριτικά γνωρίσματα οι έντονα διακριτικοί σταυροί, οι τιθέμενοι εντός κύκλου, οι ενδείξεις σε σχήμα αστερίσκου ή «V», οι σημειούμενοι σε άλλη θέση αντί στο όνομα του υποψηφίου. (Αντίθετη μειοψηφία: δεν είναι άκυρα όσα ψηφοδέλτια προσβάλλονται με την ένσταση ή την αντένσταση ως άκυρα, με την αιτίαση ότι φέρουν τελεία (σημείο στίξεως) ως διακριτικό γνώρισμα, καθόσον άλλα από αυτά έχουν τελεία στη μονογραφή του δικαστικού αντιπροσώπου, που έχει τεθεί από τον ίδιο, όπως συνηθίζεται, άλλα έχουν ανεπαίσθητες τελείες και άλλα έχουν τελεία που έχει τεθεί τυχαία ιδίως από τη γραφίδα του δικαστικού αντιπροσώπου κατά τη διαλογή του ψηφοδελτίου). Η έλλειψη μονογραφής του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής δίπλα στον αριθμό των ψηφοδελτίων ή δίπλα στον αριθμό των σταυρών προτίμησης, δεν επιφέρει την ακυρότητά τους, εφόσον δεν αμφισβητείται η ταυτότητα ή γνησιότητα των ψηφοδελτίων. Ψηφοδέλτιο χωρίς κανένα σταυρό προτίμηση προσμετράται υπέρ του συνδυασμού ή του κόμματος στο οποίο ανήκει. Αν μετά την κατανομή των εδρών σε κάθε εκλογική περιφέρεια παραμείνανε αδιάθετες έδρες ενεργείται κατανομή των αδιάθετων εδρών κατά μείζονες εκλογικές περιφέρειες. Με την παρ. 3 του άρθρου 99 του εκλογικού νόμου ορίζονται οι έδρες που θα παραχωρηθούν σε κάθε κόμμα από τη Β' κατανομή στη μείζονα περιφέρεια, ενώ με τις παρ. 4 και 5 ορίζονται οι έδρες που θα παραχωρηθούν σε κάθε κόμμα από τη Β' κατανομή στις ελάσσονες περιφέρειες. Η τελευταία αυτή παραχώρηση των εδρών που δικαιούται κάθε κόμμα (ή συνασπισμός) διενεργείται σε δύο φάσεις.
1 σχόλιο:
Λοιπόν σας δίνω το link της υπ' αριθ. 12/2005 απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και την περίληψη της...
Η ΝΔ είχε κάνει διάφορες προσπάθειες να παρακάμψει την αμετάκλητη αυτή απόφαση του ΑΕΔ
ΑΕΔ 12/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εκλογική νομοθεσία - Λευκά ψηφοδέλτια - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 4 άρθρου 98 και παρ. 3 και 4 άρθρου 99 π.δ. 351/2003 - Παραβίαση απόρρητου ψηφοφορίας - Ακυρότητα ψηφοδελτίου - Διακριτικά γνωρίσματα - Ελλειψη μονογραφής προέδρου εφορευτικής επιτροπής - Κατανομή αδιάθετων εδρών -.
Η εκλογική νομοθεσία διακρίνει τρεις κατηγορίες ψήφων, τα έγκυρα ψηφοδέλτια (έντυπα και ιδιόγραφα) που εκφράζουν προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου, τα έγκυρα λευκά ψηφοδέλτια που αποδοκιμάζουν όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς της εκλογικής αναμετρήσεως και τα άκυρα ψηφοδέλτια. Ο εκλογικός νόμος δεν εξομοιώνει τα λευκά με τα άκυρα ψηφοδέλτια, αλλά επιβάλλει τη χωριστή καταγραφή των τριών κατηγοριών ψήφων στον συντασσόμενο, αρχικά από την εφορευτική επιτροπή και τελικά από το αρμόδιο πρωτοδικείο, πίνακα αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών. Για την εξεύρεση όμως του εκλογικού μέτρου, προκειμένου να γίνει η κατανομή των εδρών, υπολογίζει μόνον τα ψηφοδέλτια που εκφράζουν έγκυρη προτίμηση υπέρ συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου. Εκλογική παράβαση είναι, πέραν όσων παραβάσεων του εκλογικού νόμου διαπράττονται κατά την ψηφοφορία, και η εσφαλμένη εφαρμογή του εκλογικού νόμου από την ίδια την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή κατά το ενώπιόν της στάδιο της εκλογικής διαδικασίας για την κατανομή των βουλευτικών εδρών. Οι διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 4 και 99 παρ. 3 και 4 του εκλογικού νόμου (π.δ. 351/2003), καθόσον δεν επιβάλλουν τον υπολογισμό και των λευκών ψηφοδελτίων στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου παρά το ότι αυτά γίνονται με άλλες διατάξεις ίδιου νόμου δεκτά ως έγκυρες ψήφοι, θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα. (Αντίθετη μειοψηφία: θεμιτώς, από συνταγματικής απόψεως, οι διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 4 και 99 παρ. 3 και 4 του εκλογικού νόμου δεν συνυπολογίζουν για την εξεύρευση του εκλογικού μέτρου στην πρώτη και δεύτερη κατανομή τις λευκές ψήφους, εφόσον η εκλογική νομοθεσία διασφαλίζει τη δυνατότητα του εκλογέα να εκφράσει την αποδοκιμασία των υποψηφίων με λευκή ψήφο, καθώς και τη χωριστή καταγραφή των λευκών ψήφων στους πίνακες των αποτελεσμάτων). Το πότε τα διακριτικά γνωρίσματα παραβιάζουν το απόρρητο της ψηφοφορίας είναι ζήτημα πραγματικό, επαφιέμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση στην κρίση του Δικαστηρίου, αυτό δε συμβαίνει όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της εμπειρίας, το διακριτικό γνώρισμα μπορεί να προσδιορίσει αμέσως ή εμμέσως τον εκλογέα που ψήφισε με το συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο. Η θέση όμως του σταυρού προτίμησης δίπλα στο όνομα του υποψηφίου, αριστερά ή δεξιά, ή η σημείωση δύο συνεχόμενων σταυρών από τη μία ή από την άλλη πλευρά, ο τρόπος γραφής του σταυρού, που μπορεί να οφείλεται στη σπουδή, την ηλικία, την ελαττωμένη όραση του ψηφοφόρου ή το μέσο που χρησιμοποίησε, οι έντονοι, άτονοι, ακανόνιστοι, κακότεχνοι, διπλοεγγεγραμμένοι, με παράλληλες γραμμές, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι του συνήθους, κεκλιμένοι ή σε σχήμα Χ σταυροί, που οφείλονται στις πιο πάνω αιτίες ή και σε αδεξιότητα του ψηφοφόρου, δεν συνεπάγονται κατ’ αρχήν ακυρότητα της ψήφου, εκτός εάν, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τέθηκαν σκοπίμως ως διακριτικό γνώρισμα για να παραβιασθεί το απόρρητο της ψηφοφορίας. Θεωρούνται πάντως, κατ' αρχήν, ως διακριτικά γνωρίσματα οι έντονα διακριτικοί σταυροί, οι τιθέμενοι εντός κύκλου, οι ενδείξεις σε σχήμα αστερίσκου ή «V», οι σημειούμενοι σε άλλη θέση αντί στο όνομα του υποψηφίου. (Αντίθετη μειοψηφία: δεν είναι άκυρα όσα ψηφοδέλτια προσβάλλονται με την ένσταση ή την αντένσταση ως άκυρα, με την αιτίαση ότι φέρουν τελεία (σημείο στίξεως) ως διακριτικό γνώρισμα, καθόσον άλλα από αυτά έχουν τελεία στη μονογραφή του δικαστικού αντιπροσώπου, που έχει τεθεί από τον ίδιο, όπως συνηθίζεται, άλλα έχουν ανεπαίσθητες τελείες και άλλα έχουν τελεία που έχει τεθεί τυχαία ιδίως από τη γραφίδα του δικαστικού αντιπροσώπου κατά τη διαλογή του ψηφοδελτίου). Η έλλειψη μονογραφής του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής δίπλα στον αριθμό των ψηφοδελτίων ή δίπλα στον αριθμό των σταυρών προτίμησης, δεν επιφέρει την ακυρότητά τους, εφόσον δεν αμφισβητείται η ταυτότητα ή γνησιότητα των ψηφοδελτίων. Ψηφοδέλτιο χωρίς κανένα σταυρό προτίμηση προσμετράται υπέρ του συνδυασμού ή του κόμματος στο οποίο ανήκει. Αν μετά την κατανομή των εδρών σε κάθε εκλογική περιφέρεια παραμείνανε αδιάθετες έδρες ενεργείται κατανομή των αδιάθετων εδρών κατά μείζονες εκλογικές περιφέρειες. Με την παρ. 3 του άρθρου 99 του εκλογικού νόμου ορίζονται οι έδρες που θα παραχωρηθούν σε κάθε κόμμα από τη Β' κατανομή στη μείζονα περιφέρεια, ενώ με τις παρ. 4 και 5 ορίζονται οι έδρες που θα παραχωρηθούν σε κάθε κόμμα από τη Β' κατανομή στις ελάσσονες περιφέρειες. Η τελευταία αυτή παραχώρηση των εδρών που δικαιούται κάθε κόμμα (ή συνασπισμός) διενεργείται σε δύο φάσεις.
Δημοσίευση σχολίου