Καθότανε όλη μέρα και κοίταγε τον υπολογιστή μπροστά του, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Δε μπορούσε. Δεν ήταν καθόλου συγκεντρωμένος. Ήταν μία από 'κείνες τις μέρες που απλά δε μπορείς να δουλέψεις. Δεν είναι στο χέρι σου. Έβαλε αργά για άλλη μια φορά το χέρι του στη τσέπη για να χαϊδέψει λίγο το δαχτυλίδι. Το είχε κάνει άπειρες φορές από το πρωί. Κάθε φορά που το έκανε, ένοιωθε το ίδιο. Επιβεβαίωνε ξανά και ξανά την απόφασή του. Θα της ζήταγε να παντρευτούνε. Δεν ήθελε κάτι άλλο από τη ζωή του. Μόνο αυτό. Ποτέ δεν υπήρξε πιο ευτυχισμένος. Είχε κάνει πολλές προσπάθειες να σκεφτεί έναν άνθρωπο που τον έκανε να αισθανθεί έστω και για μια στιγμή όπως το κάνει να αισθάνεται αυτή η γυναίκα κάθε μέρα, και δεν είχε καταφέρει ποτέ να βρει. Σηκώθηκε βιαστικά από το γραφείο, πήρε το σακάκι του και βγήκε έξω. Πήγε στη γραμματέα του και της είπε να σηκωθεί και να φύγει κι αυτή, αφού ενημερώσει και όλους τους άλλους ότι σήμερα δε δουλεύει κανένας. Δε μπορούσε να περιμένει μέχρι το βράδυ. Θα πήγαινε να της το πει αμέσως. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησε. Στα μισά της διαδρομής κατάλαβε ότι έτρεμε. Άγχος. Ήταν σίγουρος ότι θα δεχόταν, αλλά φοβόταν.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο άχαρα μέσα στο γκαράζ και άρχισε να περπατάει με ένα ηλίθιο, αμήχανο χαμόγελο προς τη πόρτα. Όταν αντίκρισε τη πόρτα όμως το χαμόγελο σβήστηκε. Ήταν σπασμένη και μισάνοιχτη. Το μυαλό του κατ’ ευθείαν πήγε σ’ εκείνη. Τα πρωινά ήταν στο σπίτι. Έσπρωξε τη πόρτα δυνατά και μπήκε. Άρχισε να φωνάζει τ’ όνομά της. Καμία απάντηση. Πιο δυνατά. Ησυχία. Έτρεχε σε όλα τα δωμάτια σα τρελός ψάχνοντας. Τίποτα. Τα πάντα ήταν στη θέση τους. Αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισσότερο. Κοίταξε προς τη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια. Ένοιωσε τα μάτια του υγρά. Ανέβαινε τα σκαλιά τρία τρία. Πήγε αμέσως στο δωμάτιό τους. Εκεί τη βρήκε. Πάνω στο κρεβάτι. Το αίμα της είχε καλύψει τα πάντα. Γυμνή, βιασμένη, νεκρή. Το σπέρμα στο πρόσωπό της δεν είχε στεγνώσει ακόμα. Το αίμα συνέχιζε να κυλάει από το λαιμό της. Εκείνος σταμάτησε. Τα πάντα. Δε μπορούσε να σκεφτεί, δε μπορούσε να φωνάξει, δε μπορούσε να αναπνεύσει. Πέρασε χρόνια στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας που κράτησαν μόνο λίγα λεπτά. Ξαναγύρισε. Άρχισε πάλι να τρέχει. Βγήκε έξω από το σπίτι. Έτρεχε, έτρεχε, πιο γρήγορα …
ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…
Σταμάτησε σιγά σιγά το τροχό. Ήταν μία από ‘κείνες τις μέρες που απλά δε μπορείς να δουλέψεις. Σκούπισε το πηλό από τα χέρια του, πήρε τη κούπα του και βγήκε στο μπαλκόνι. Είχε καιρό να κάνει τόσο ωραία μέρα στο νησί. Τα τουριστικά αγαλματάκια μπορούσαν να περιμένουν. Είχε ακόμα καιρό μέχρι το καλοκαίρι. Έκατσε στη καρέκλα, ήπιε μια γουλιά καφέ και άρχισε να περιεργάζεται το γαλάζιο ορίζοντα. Λίγα λεπτά αργότερα αποπλάνησε το βλέμμα του η δασκάλα που ανηφόριζε προς το σπίτι του κρατώντας ένα ταψί με φαγητό. Του φερόταν πολύ όμορφα η δασκάλα από τότε που είχε έρθει. Του θύμιζε λίγο εκείνη. Τη προσκάλεσε να ανέβει πάνω για καφέ και από το χαμόγελό της μπορούσες με ευκολία να καταλάβεις ότι αυτό περίμενε. Άφησε το γιουβέτσι στη κουζίνα κι ανέβηκε κι εκείνη στο μπαλκόνι. Μείνανε αρκετή ώρα να κοιτάνε τη θάλασσα αμίλητοι. Η εικόνα έμοιαζε ήρεμη και γαλήνια, αλλά κι οι δυο τους ξέρανε ότι εκείνη η στιγμή ήτανε γεμάτη ένταση και ενέργεια. Πολύ ενέργεια…
Και μετά κοιταχτήκανε και φιληθήκανε και παντρευτήκανε και κάνανε και παιδιά και μαλακίες τούμπανο. Αυτή η ιστορία που διαβάσατε παραπάνω (αν είχατε το κουράγιο) ήτανε ένα παράδειγμα μεγάλης μαλακίας, που σκοπό είχε να σας κάνει να καταλάβετε αυτό που θα πω παρακάτω. Ας γυρίσουμε λοιπόν στη πιο βασική πρόταση της ιστορίας: ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ. Τι μαλακίες είναι αυτές; Και τι έκανες τρία χρόνια ρε φίλε; Μισώ το κινηματογραφικό χρόνο. Έχουν γίνει όλα πουτάνα, έχει καταστραφεί το σύμπαν και ξαφνικά πετάς ένα ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ και όλα είναι ρόδινα. Ε, άντε και γαμήσου. Το πιθανότερο είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μετά από τρία χρόνια να είναι αλκοολικός, ναρκομανής, εξαρτημένος στα ψυχοφάρμακα και στο σιρόπι του βήχα και τέρμα καταθλιπτικός, αλλά όχι. Περνάνε τρία χρόνια και ζει σ’ ένα νησί, φτιάχνει αγαλματάκια με πηλό και πηδάει τη δασκάλα. Μαλακίες. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι θα γούσταρα κι εγώ να χρησιμοποιώ το κινηματογραφικό χρόνο κατά βούληση. Είσαι άρρωστος ας πούμε, κλείνεις τα μάτια, πετάς και ένα ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ και ξεμπέρδεψες. Για να μη μιλήσω για χοντρούς χωρισμού.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο άχαρα μέσα στο γκαράζ και άρχισε να περπατάει με ένα ηλίθιο, αμήχανο χαμόγελο προς τη πόρτα. Όταν αντίκρισε τη πόρτα όμως το χαμόγελο σβήστηκε. Ήταν σπασμένη και μισάνοιχτη. Το μυαλό του κατ’ ευθείαν πήγε σ’ εκείνη. Τα πρωινά ήταν στο σπίτι. Έσπρωξε τη πόρτα δυνατά και μπήκε. Άρχισε να φωνάζει τ’ όνομά της. Καμία απάντηση. Πιο δυνατά. Ησυχία. Έτρεχε σε όλα τα δωμάτια σα τρελός ψάχνοντας. Τίποτα. Τα πάντα ήταν στη θέση τους. Αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισσότερο. Κοίταξε προς τη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια. Ένοιωσε τα μάτια του υγρά. Ανέβαινε τα σκαλιά τρία τρία. Πήγε αμέσως στο δωμάτιό τους. Εκεί τη βρήκε. Πάνω στο κρεβάτι. Το αίμα της είχε καλύψει τα πάντα. Γυμνή, βιασμένη, νεκρή. Το σπέρμα στο πρόσωπό της δεν είχε στεγνώσει ακόμα. Το αίμα συνέχιζε να κυλάει από το λαιμό της. Εκείνος σταμάτησε. Τα πάντα. Δε μπορούσε να σκεφτεί, δε μπορούσε να φωνάξει, δε μπορούσε να αναπνεύσει. Πέρασε χρόνια στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας που κράτησαν μόνο λίγα λεπτά. Ξαναγύρισε. Άρχισε πάλι να τρέχει. Βγήκε έξω από το σπίτι. Έτρεχε, έτρεχε, πιο γρήγορα …
ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…
Σταμάτησε σιγά σιγά το τροχό. Ήταν μία από ‘κείνες τις μέρες που απλά δε μπορείς να δουλέψεις. Σκούπισε το πηλό από τα χέρια του, πήρε τη κούπα του και βγήκε στο μπαλκόνι. Είχε καιρό να κάνει τόσο ωραία μέρα στο νησί. Τα τουριστικά αγαλματάκια μπορούσαν να περιμένουν. Είχε ακόμα καιρό μέχρι το καλοκαίρι. Έκατσε στη καρέκλα, ήπιε μια γουλιά καφέ και άρχισε να περιεργάζεται το γαλάζιο ορίζοντα. Λίγα λεπτά αργότερα αποπλάνησε το βλέμμα του η δασκάλα που ανηφόριζε προς το σπίτι του κρατώντας ένα ταψί με φαγητό. Του φερόταν πολύ όμορφα η δασκάλα από τότε που είχε έρθει. Του θύμιζε λίγο εκείνη. Τη προσκάλεσε να ανέβει πάνω για καφέ και από το χαμόγελό της μπορούσες με ευκολία να καταλάβεις ότι αυτό περίμενε. Άφησε το γιουβέτσι στη κουζίνα κι ανέβηκε κι εκείνη στο μπαλκόνι. Μείνανε αρκετή ώρα να κοιτάνε τη θάλασσα αμίλητοι. Η εικόνα έμοιαζε ήρεμη και γαλήνια, αλλά κι οι δυο τους ξέρανε ότι εκείνη η στιγμή ήτανε γεμάτη ένταση και ενέργεια. Πολύ ενέργεια…
Και μετά κοιταχτήκανε και φιληθήκανε και παντρευτήκανε και κάνανε και παιδιά και μαλακίες τούμπανο. Αυτή η ιστορία που διαβάσατε παραπάνω (αν είχατε το κουράγιο) ήτανε ένα παράδειγμα μεγάλης μαλακίας, που σκοπό είχε να σας κάνει να καταλάβετε αυτό που θα πω παρακάτω. Ας γυρίσουμε λοιπόν στη πιο βασική πρόταση της ιστορίας: ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ. Τι μαλακίες είναι αυτές; Και τι έκανες τρία χρόνια ρε φίλε; Μισώ το κινηματογραφικό χρόνο. Έχουν γίνει όλα πουτάνα, έχει καταστραφεί το σύμπαν και ξαφνικά πετάς ένα ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ και όλα είναι ρόδινα. Ε, άντε και γαμήσου. Το πιθανότερο είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μετά από τρία χρόνια να είναι αλκοολικός, ναρκομανής, εξαρτημένος στα ψυχοφάρμακα και στο σιρόπι του βήχα και τέρμα καταθλιπτικός, αλλά όχι. Περνάνε τρία χρόνια και ζει σ’ ένα νησί, φτιάχνει αγαλματάκια με πηλό και πηδάει τη δασκάλα. Μαλακίες. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι θα γούσταρα κι εγώ να χρησιμοποιώ το κινηματογραφικό χρόνο κατά βούληση. Είσαι άρρωστος ας πούμε, κλείνεις τα μάτια, πετάς και ένα ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ και ξεμπέρδεψες. Για να μη μιλήσω για χοντρούς χωρισμού.
5 σχόλια:
Καλή φάση!Το διάβαζα και αναρωτιόμουν "καλά, η γοργόνα έπιασε δουλειά στα απογευματινά του mega?". Μπορεί όμως και τα κακά κινηματογραφικά κόλπακια να είναι καμιά φορά καλύτερα (λέμε τώρα) από τα
ΣΤΑ ΙΔΙΑ ΣΚΑΤΑ ΑΚΟΜΗ...
ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ...
ΑΚΟΜΑ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ ΕΙΝΑΙ>>>
ΣΗΜΕΡΑ ΕΦΑΓΕ ΡΥΖΙ>>>ΣΚΑΤΑ ΗΤΑΝ
Και βέβαια υπάρχει και ο σωστός κινηματογραφικός χρόνος, όπως Αγγελόπουλος, Χάνεκε και άλλοι,για τους οποίους δεν έχω παράπονο..!
Γενικά μαλακίες κάθομαι και γράφω γιατί συμφωνώ μαζί σου ρε γοργόνα και δεν έχει κανένα νόημα αυτό που κάνω και αΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ και σκΑΓΤΑ ΕΙΜΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Απλά μωρέ, 3 χρόνια πέρναγε μια ΦΑΣΗ..
Δεν είναι τίποτα, περνάει ΦΑΣΗ
Κατάλαβες?
Prozac και ζαχαρωτά σαν αυτά που είχαν στο tom k jerry (χρωματιστά μπαστουνάκια με ρίγες).
"Δεν θά ταν όμως τέλεια να είχαμε x ευκαιρίες στη ζωή μας να χρησιμοποιήσουμε λίγο κινηματογραφικό χρόνο;"
vs.
"Τι μαθήματα θα παίρναμε για τον εαυτό μας, αν κάθε φορά που κάτι μας πονούσε, ένα κλικ μας μετέφερε 3 μέρες/μήνες/χρόνια μπροστά σε μια ζαχαρωμένη ονειρική πραγματικότητα;"
Και τελικά τι διαλέγεις, την λήθη ή την εμπειρία;
Ακουσα να λένε πως όσο χειρότερος είναι ο χωρισμός τόσο περισσότερο χρόνο χρειάζεσαι για να μεταφερθείς στο κέντρο του κρεβατιού.
Δημοσίευση σχολίου