Σελίδες

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2006

Η ασθένεια των βημάτων



Οποιος έχει την πολυτέλεια να αποφεύγει την καθημερινή βύθιση στο χάος του κέντρου της Αθήνας, είναι ήδη σε θέση, χάρη στη μεσολάβηση ενός σχετικά μικρού διαστήματος ανάμεσα σε δύο τέτοιες δοκιμασίες, να συνειδητοποιήσει την επιδείνωση του σπασμωδικού τρόπου με τον οποίο κινείται το πλήθος των ανθρώπων προς τα διάφορα σημεία του ορίζοντα των μικροσυμβάντων. Ο χαρακτηρολογικός τύπος του πεζού που περιφέρεται άσκοπα, χαζεύοντας τις βιτρίνες, έχει εκλείψει προ δεκαετίας. Ομως, μαζί, χάθηκε και το είδος του βιαστικού διαβάτη που έμοιαζε να προσανατολίζεται σε κάποιον επιθυμητό προορισμό.

Αυτή η παρατήρηση εκπλήσσει, αφού το λογικό, εκ πρώτης όψεως, θα ήταν να παραδεχτούμε πως, αντίθετα, οι πάντες βιάζονται. Οσοι δεν τρέχουν σε κάποιο ραντεβού, αγωνιούν οπωσδήποτε να προλάβουν αγορές, δοσοληψίες, διεκπεραιώσεις, λογαριασμούς και διαζύγια. Ομως η δική μου εντύπωση αφορά μια ριζική αν και σχετικά αθέατη αλλαγή στην ποιότητα αυτής της βιασύνης, ελάχιστα αγέρωχης ομολογουμένως. Θα την περιέγραφα, πιστεύω, αρκετά καλά, ισχυριζόμενος πως, αν όλοι βιάζονται, δεν είναι πια για να πάνε κάπου, αλλά μάλλον για να φύγουν από κάπου ή, πιο σωστά, από παντού. Μπροστά στα μάτια μου, στην οδό Σταδίου, συμβαίνει κάτι σαν στάσιμη εκκένωση της πόλης ή σαν πανικόβλητη απόδραση σημειωτόν.

Φυσικά, οι πεζοί, έστω και με το ζόρι, εξακολουθούν να κατευθύνονται σε επιμέρους προορισμούς, όμως το κύριο μέλημά τους, μολονότι ασυνείδητο, είναι να φύγουν όσο το δυνατόν μακρύτερα απ' τον προηγούμενο προορισμό, κατά κανόνα απεχθή, τον οποίο ήδη κάλυψαν. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που κάνουν οι άνθρωποι είναι να απομακρύνονται από ένα ερώτημα που κατέληξε ανυπόφορο επειδή δεν διατυπώθηκε ποτέ. Και το ερώτημα δεν είναι άλλο από κείνο που στοιχειώνει τη ματαιότητα: Γιατί τα κάνεις όλ' αυτά; Εξυπακούεται ότι το ερώτημα αντηχεί εκ νέου στην επόμενη στάση, εξίσου ανησυχητικό.

Ετσι, η έλλειψη αρμονίας που πλήττει την κίνηση των ανθρώπων αντισταθμίζεται με τη ρομποτική συμπεριφορά εκείνων που ελπίζουν να διατηρηθούν σε φόρμα ιδρώνοντας πάνω στο διάδρομο γυμναστικής, στο σπίτι τους. Η θερμιδοκτόνος μονομαχία με τον ιμάντα του διαδρόμου αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για να κατανοήσουμε το υπαρξιακό αξιέξοδο ενός ατόμου που πιστεύει ότι πηγαίνει κάπου, ενώ δεν πηγαίνει πουθενά, υπερθεματίζοντας μάλιστα στην προσπάθειά του, αφού όσο πιο ενοχλητική είναι η υπόνοια ότι δεν υφίσταται προορισμός, τόσο πιο επείγουσα είναι η ανάγκη να πείσεις τον εαυτό σου ότι πηγαίνεις όντως κάπου, οπότε επιταχύνεις διαρκώς, επ' άπειρον, κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους. Αυτοί οι τοίχοι είναι, πλέον, το ίδιο το σκηνικό της πόλης.

Εξάλλου, ο διάδρομος γυμναστικής επιτρέπει την αυταπάτη ότι πηγαίνεις, ενώ είναι προφανές ότι φεύγεις. Για να είμαστε ρεαλιστές, ούτε πηγαίνεις ούτε φεύγεις, απλώς δίνει στον εαυτό σου το δικαίωμα σ' έναν αλλόφρονα χειρισμό της στασιμότητας, δηλαδή, για να κυριολεκτούμε, κατορθώνεις να βρεθείς στην καρδιά του πνεύματος της εποχής, όπου δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως, ενώ υποτίθεται ότι ζούμε παροξυσμό γεγονότων.

Κατά τα λοιπά, ο διάδρομος γυμναστικής, όπως και όλες οι πανάκειες αυτής της κατηγορίας, ενθαρρύνει την ψευδαίσθηση ότι το υποκείμενο, με το να υφίσταται μαζοχιστικά την αυτοτιμωρία εν ονόματι τάχα του ιδεώδους της σωματικής του υγείας, θα απαλλαχθεί απ' τις ενοχές για το ότι παραμελεί να προσφέρει στον ψυχικό εαυτό του κάτι καλύτερο από τα αυτοανακυκλούμενα αγχολυτικά βήματα επί τόπου. Εντούτοις, έστω και ως placebo, ο ίλιγγος του φεύγω/έρχομαι είναι ένα ισχυρό παυσίπονο. Ακούγεται λοιπόν παράδοξο, αλλά η πληθώρα των οργάνων γυμναστικής που κυρίεσαν το συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας μας, και ειδικά στον βαθμό που υποτίθεται ότι προσφέρουν υπηρεσίες σωματικής υγιεινής, αποτελούν εργαλεία ψυχικής μάλλον παρηγοριάς, για να μην πω ολικής αναισθησίας.

Αναπόφευκτα, η ιδέα του διαδρόμου γυμναστικής μεταφέρεται στις αρτηρίες του κέντρου της πρωτεύουσας. Εκεί, σήμερα, αμέτρητα ξεχαρβαλωμένα όντα περπατούν χωρίς να περπατούν (αφού δεν πηγαίνουν πουθενά, δηλαδή πουθενά όπου θα άξιζε τον κόπο να πάνε), σαν σε καταδίωξη αν και δεν καταδιώκονται από κανέναν, δηλαδή προσφέροντας απλώς μιαν αναπαράσταση της αγχώδους κατάθλιψης στη σκηνή των μετακινήσεων. Αλλωστε, το ότι βιάζονται να φύγουν από εκεί όπου κάθε φορά βρίσκονται και όχι τόσο να φτάσουν κάπου, επιβεβαιώνεται από την έντρομη σύγχυση που επικρατεί στα πεζοδρόμια, με τις βάναυσες πλαγιομετωπικές συγκρούσεις, τις τρικλοποδιές, τα σπρωξίματα και τους κωμικούς ελιγμούς των νευρικών, οι οποίοι κινούνται σαν να θέλουν να ξεφύγουν από κάποιον που τους παρακολουθεί. Ταραγμένοι, βλοσυροί, κατσούφηδες, περισπούδαστοι, αγριεμένοι ή μουλωχτοί ή υπνοβατώντας ή χαμογελώντας χωρίς λόγο, οι πεζοί κυκλοφορούν σε πλήρη αταξία, σαν τις μπάλες του μπιλιάρδου μετά το εναρκτήριο κτύπημα της στέκας.

Αυτό το σάστισμα εκφράζει παράλληλα τον διχασμό τους, ως μελών μιας κοινωνίας όπως η δική μας, που ταλαντεύεται ανάμεσα στα ιδιοσυγκρασιακά ήθη του παρελθόντος, τα οποία επιδρούν ακόμη αποφασιστικά σε πείσμα των όσων λέγονται απ' τα ΜΜΕ περί του αντιθέτου, και στη γιγαντιαία μαγνητική έλξη που ασκεί το δυτικό πρότυπο στην υπό διαμόρφωσιν διαθεσιμότητα του πληθυσμού της τριτοκοσμικής ελληνικής τηλεοπτικής δημοκρατίας. Η συγκρουσιακή κατάσταση στους δρόμους είναι εξωτερίκευση της ίδιας εκείνης στιγμιαίας αμφιταλάντευσης που προκαλεί τον σπασμό της μαριονέτας.

Απόδειξη, ότι τίποτα ανάλογο δεν παρατηρείται στις μεγάλες πρωτεύουσες της προηγμένης Δύσης ή στο Τόκιο, αν και στις πόλεις αυτές οι άνθρωποι είναι βιαστικοί στο δεκαπλάσιο. Εκεί, αν κοιτάξει κανείς το πλήθος σε ώρες αιχμής, όταν ας πούμε ξεπηδάει από τους σταθμούς του μετρό, θα διαπιστώσει πως η σχεδόν φασιστική βία της μηχανοποιημένης κίνησης έχει οργανωθεί, με ενστικτώδη πειθαρχία, στην κοίτη μιας συγκεκριμένης ροής δίχως ζιγκ ζαγκ ή καραμπόλες, διότι οι άνθρωποι αυτοί, είναι μεν τρελοί αλλά είναι επίσης πεισμένοι ότι η συλλογική τους τρέλα ευνοεί την προσέγγιση ενός στόχου γενικά και ασυζητητί αποδεκτού. Είναι αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Εδώ, σ' εμάς, διαφαίνεται ένα ύστατο τέχνασμα της προηγούμενης ηθικής και κοινωνικής κατάστασης, ένα κατάλοιπο αντίδρασης του πολύκλαυστου πολιτισμού μιας κοινότητας ιδιαιτεροτήτων, ικανό ωστόσο να αναχαιτίζει τις φαντασιώσεις του συγκροτημένου συλλογικού μεγαλείου που υπόσχεται η πρόοδος. Ναι μεν ξέρουμε ότι πρέπει να πηγαίνουμε κάπου χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά, όμως επιμένουμε, ο καθένας για πάρτη του, να βλέπουμε με δυσπιστία όλους εκείνους τους στόχους προς τους οποίους μας υποχρεώνουν να τρέχουμε.

Συνεπώς, δεν είναι να απορεί κανείς που είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη (σύμφωνα με στατιστικές των οποίων έχω την αποκλειστικότητα) στην τέχνη τού να παραπατάμε και να σκοντάφτουμε. Κρίνω απ' τον εαυτό μου.


*Από τον μανιερίστα Ευγένιο Αρανίτση που όμως καμιά φορά του πετυχαίνει όπως σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του. Από τη στήλη του "Παράδοξα" στην τελευταία σελίδα του ένθετου "& 7" της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 26ης Νοεμβρίου. Ηλεκτρονική πηγή εδώ

5 σχόλια:

absinthia είπε...

όντως ενδιαφέρον κείμενο, μάλλον έχει κάτι να πει, αλλά πρέπει να πω και γω κάτι πολύ cheesy: το να πηγαίνεις προς μια αγκαλιά τα αναιρεί όλα

psarras είπε...

χαχαχα!! πολυ καλό κειμενο.. αυτον τον τυπο τον γουσταρω πολυ, αν και ποτε δεν εχο διαβασει ολοκληρο καποιο κειμενο του.. η πλακα ειναι οτι μεχρι να φτασω στο τελος νομιζα οτι εγραφες και ειχα μεινει λιγο με το στομα ανοιχτο, σε φαση "μπαβο ο chakas"
anyway.. τα λεμε συντομα

psarras είπε...

YO!! εγώ ειμαι πάλι.. "νομιζα οτι εγραφες εσυ" ειχα ξεχασει το "εσυ".

cracked είπε...

Μετενσαρκώθηκα σε psarra και θα γράψω ακριβώς τα ίδια πράγματα..Η μόνη μου διαφωνία είναι εαν τυχόν διαφορές με μεγαλουπόλεις του εξωτερικού οφείλονται στην συνειδητοποίηση κ αλλυλεγγύη τους ή απλά στην σιωπηρή αποδοχή της ανυπαρξίας τους.

egokounoupis είπε...

κι εγώ στην αρχή πίστευα ότι το γράφεις εσύ. δεν το βρίσκεις λίγο ανησυχητικό αυτό? (χαχα)