Ολίγα ακόμη καθίσματα των αναψυκτηρίων αγωνίζονται να τηρήσουν τας θέσεις των, αλλ΄ αγωνίζονται εις μάτην! Το βραδυνόν ψύχος καταδιώκει τους θαμώνας και τους αναγκάζει να ζητούν το υπόστεγον και τα μέρη τα ήττον προσβαλλόμενα υπό της ψυχράς πνοής της εσπέρας.
Η βασιλεία του θέρους έληξεν οριστικώς. Η διαμονή εν τω υπαίθρω δεν κρίνεται ως φρόνιμος πράξις υπό της υγιεινής, τα θερινά θέατρα δεν φιλοξενούν θεατάς, αι ακταί αι φαληρικαί δεν βρίθουν πλέον από κόσμον!
Το θέρος έληξε. Μετ΄ολίγας ημέρας δεν θα υπάρχη τίποτε πλέον από την ζωήν την μυριόχρωμον και μυρίηχον! Όλα θα κουκουλωθούν κάτω από ένα μελανόν νέφος, κάτω από μίαν μεγάλην μαύρην σκιάν, την σκιάν την οποίαν σύρει μαζύ της η φθινοπωρινή ημέρα, η θολή ημέρα την οποίαν ακολουθούν σωροί μαραμμένων πραγμάτων, σύννεφα κίτρινων φύλλων, τεθαμμένων λουλουδιών ,και της οποίας το μελαγχολικόν φως φωτίζει τους έρημους κήπους ως το φως κανδύλας θαμβής.
Η βασιλεία του θέρους τελειώνει. Αι νύκτες αι κατάφωτοι και αι ημέραι αι τυφλώνουσαι και πυρπολούσαι θνήσκουν! Αι εξοχαί, τα βάθη των μυριοφύλλων δασών, οι θαλεροί κήποι, δεν είναι πλέον ο ναός εις τον οποίον ομνύουν οι ερωτευμένοι! Αι ακταί σιωπούν και ο πάλλευκος αφρός των κυμμάτων δεν εναγκαλίζεται στο σώμα της λουομένης! Εις τα μαγικά παράλια, όπου σύρεται η κογχύλη ή όπου η άμμος υπό την βροχήν του ηλιακού φωτός μεταβάλλεται εις χρυσόσκονιν, δεν υφαίνονται αι μυρωμέναι σελίδες των ειδυλίων, ούτε εις τας όχθας των ποταμών οι πυκνοί καλαμώνες προστατεύουν τα ζεύγη των αγαπωμένων! Η σκιά, η μεγάλη σκιά διώκει την ζωήν από το ύπαιθρον. Το καλόν θέρος με τους βαθυκύανους ουρανούς, με τα φρίσσοντα φύλλα των δασών, με τας νύκτας τα θερμάς και φωτεινάς, θνήσκει! Και έρχεται η θαμβή ημέρα. Αι ωραίαι ιστορίαι, αι οποίαι εγγράφοντο εις την σαλεύουσαν άμμον μιας ακτής ή εις το φως μιας εσπέρας θερμής και γλυκείας, σταματούν, άλλαι μεν δια να συνεχισθούν υπό το φώς μιας κλειστής αιθούσης, άλλαι δε δια να λησμονηθούν!..
Οι Αθηναίοι ακολουθούν κατηφείς την πένθιμον αυτήν πομπήν και προπέμπουν με αληθινήν οδύνην τον ωραίον θερινόν ήλιον. Οι άνθρωποι που αγαπούν το ύπαιθρον, τον καθαρόν ουρανόν και το φως, δεν ημπορούν παρά να λυπούνται δια το τέλος της μεγάλης πανηγύρεως.
- Τίμος Μωραϊτίνης (1876-1952)
* Από τον τόμο Α' της συλλογής των τευχών 1906-1909 του περιοδικού "Επιστημονική Ηχώ" που περιττό να πω η μυρωδιά από τις σελίδες του σε συνδυασμό με την πρώτη αυτή πραγματική φθινοπωρινή ημέρα μ΄έχουν στείλει αδιάβαστο
**Μια άλλη φορά θα σας διαβάσω το άρθρον "Η μαγεία του κινηματογράφου"
4 σχόλια:
Η απαντηση:
Μια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των φιλελλήνων,
μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω από τα πόδια και από τα δένδρα
της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσα στην καρδιά των
Αθηνών, μέσα στην καρδιά του θέρους.
Α. Εμπειρικος απο το
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ
Υστέρνια άραγε;
Γλαφυρότατος ο κυρ-Τίμος.
:)
Πολύ καλό
"θαλασσακι" σιγουρα...
Δημοσίευση σχολίου